επικωκυω

επικωκυω
    ἐπικωκύω
    ἐπι-κωκύω
    оплакивать, рыдая вспоминать
    

(τινά и τι Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επικωκυω" в других словарях:

  • επικωκύω — ἐπικωκύω (Α) θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κωκύω «θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπικωκῦσαι — ἐπικωκύω lament over aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικωκύω — ἐπικωκύ̱ω , ἐπικωκύω lament over pres subj act 1st sg ἐπικωκύ̱ω , ἐπικωκύω lament over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπεκώκυον — συνεπεκώκῡον , σύν ἐπικωκύω lament over imperf ind act 3rd pl συνεπεκώκῡον , σύν ἐπικωκύω lament over imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικωκυόντων — ἐπικωκῡόντων , ἐπικωκύω lament over pres part act masc/neut gen pl ἐπικωκῡόντων , ἐπικωκύω lament over pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπικωκύω — Μ συμμετέχω στον θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικωκύω «κλαίω πάνω σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • κἀπικωκῦσαι — ἐπικωκῦσαι , ἐπικωκύω lament over aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκώκυε — ἐπεκώκῡε , ἐπικωκύω lament over imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικωκύσασα — ἐπικωκύ̱σᾱσα , ἐπικωκύω lament over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικωκύσειε — ἐπικωκύ̱σειε , ἐπικωκύω lament over aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικωκύων — ἐπικωκύ̱ων , ἐπικωκύω lament over pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»